ευθημονούμαι

ευθημονούμαι
εὐθημονοῡμαι, -έομαι (ΑΜ, Μ και εὐθημονῶ, -έω) [ευθήμων]
1. τακτοποιώ, ευθετώ («εὐθημονεῑσθαι τὰ κατὰ τὰς αὑτῶν οἰκήσεις», Πλάτ.)
2. βρίσκομαι στην κατάλληλη θέση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”